-
1 шить
шить 1шью, шьшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шитый, βρ: шит-а, -оρ.δ.1. ράβω, ράπτω•шить на машине ράβω στη μηχανή•
иголькой ράβω με το βελόνι (ραφιδεύω).
2. μ. φτιάχνω•шить костюм ράβω κοστούμι•
шить обуви, ράβω παπούτσια.
3. κεντώ, διακοσμώ.εκφρ.шито да крыто – κ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)•ни шьт ни порет – ούτε ναι, ούτε όχι• δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση, απόφαση).1. ράβομαι, ράπτομαι. || κεντιέμαι.2. έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω.шить 2-я ουδ.το ράψιμο•шить одевды ράψιμο ενδύματος•
курсы кройки и -я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.
|| κέντημα•шить красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου•
золотое шить το χρυσοκέντημα.
|| αθρσ. τα κεντήματα.